ψυχοπαίδα

ψυχοπαίδα
η
1. θετή κόρη, ψυχοκόρη.
2. νεαρή υπηρέτρια την οποία η οικογένεια έχει αναλάβει να την αποκαταστήσει μελλοντικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοπαίδα — η, Ν ψυχοκόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παιδί, κατά τα θηλ. σε α] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”